- πεθαμός
- ο1. θάνατος.2. μτφ., υπερβολική ταλαιπωρία, πολύς κόπος, μαρτύριο: Η καπνοφύτευση σε μέρες ξηρασίας είναι πεθαμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεθαμός — και αποθαμός, ο [πεθαίνω] 1. ο θάνατος, το να πεθαίνει κάποιος («αρρώστησε τού πεθαμού» ασθένησε βαρύτατα, είναι ετοιμοθάνατος) 2. μτφ. μεγάλη ταλαιπωρία, μαρτύριο, πολύς κόπος, μεγάλη εξάντληση, καταβασανισμος («αυτή η δουλειά είναι πεθαμός») … Dictionary of Greek
αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… … Dictionary of Greek
αδικοπεθαμός — ο άδικος θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + πεθαμός] … Dictionary of Greek
αποθαμός — κ. απεθαμός, ο (Μ ἀποθαμός) [αποθαίνω] ο θάνατος νεοελλ. πεθαμός, ξεθεωμός, μεγάλη ταλαιπωρία … Dictionary of Greek
εκπνοή — η 1. η δεύτερη φάση της αναπνοής, όπου γίνεται η εξαγωγή του αέρα (πνοής) από τα αναπνευστικά όργανα. 2. μτφ., ξεψύχισμα, θάνατος, πεθαμός. 3. (για προθεσμίες), λήξη, τέρμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεψύχισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεψυχώ, επιθανάτια στιγμή, πεθαμός: Μύρια βλέπουν στα όνειρά τους ξεψυχίσματα του εχθρού (Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)